- παρακλύζω
- ΜΑβρέχω, καταβρέχω, υγραίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κλύζω «πλένω, βρέχω, καθαρίζω με νερό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακλύζει — παρακλύζω submerge pres ind mp 2nd sg παρακλύζω submerge pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλυζομένης — παρακλύζω submerge pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλύζεται — παρακλύζω submerge pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα … Dictionary of Greek